Στο «κόλπο» και 3 Τελωνιακοί υπάλληλοι

Εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση που δρούσε τουλάχιστον από τα μέσα του έτους 2016, και πρόκειται για δομημένη ομάδα, με ιεραρχική διάρθρωση και διακριτούς ρόλους, η οποία είχε διαρκή δράση.

Καθοδηγητική και κατευθυντήρια συμβολή στη δημιουργία της οργάνωσης και στην σχεδίαση και εκδήλωση των επιμέρους εγκληματικών δραστηριοτήτων είχαν 4 μέλη, με απώτερο σκοπό τη μεγιστοποίηση του παράνομου κέρδους της μέσω της τέλεσης περισσότερων αξιοποίνων πράξεων σχετικά με την κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση τέλεση πλαστογραφίας, από την οποία το οικονομικό όφελος υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ.

Παράλληλα, για την υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης, ηγετικό μέλος αυτής «στρατολόγησε» 3 τελωνειακούς υπάλληλους και εξασφάλισε τη συνδρομή τους, έτσι ώστε να παραλείπουν την διενέργεια ελέγχου σε συγκεκριμένα εμπορεύματα που περιείχαν μεγάλες ποσότητες ειδών ένδυσης, υπόδησης κ.α., στα οποία είχαν τεθεί πλαστά σήματα επώνυμων εμπορικών οίκων και ήταν συσκευασμένα σε δέματα ή σάκους.

Οι υπάλληλοι αυτοί ενημέρωναν επίσης το συγκεκριμένο αρχηγικό μέλος ως προς το χρόνο που εργάζονταν ώστε να προγραμματίζεται ο χρόνος διέλευσης από το Τελωνείο των φορτηγών που μετέφεραν τα παράνομα εμπορεύματα, με σκοπό την αποφυγή ελέγχων και την παρεπόμενη βεβαίωση σχετικών διοικητικών πρόστιμων, ενέργεια από την οποία προκαλείτο ζημία στα έσοδα του δημοσίου.

Σημειώνεται ότι, ποσότητες απομιμητικών προϊόντων, καθ’ υπόδειξη των αρχηγικών μελών, μεταφέρονταν με φορτηγά διεθνών μεταφορών από την Τουρκία στη χώρα μας, μέσω Βουλγαρίας, τα οποία μετέφεραν, συγκαλυμμένα, παράλληλα με μη επώνυμα είδη.

Τα υπόλοιπα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης δρούσαν υπό την καθοδήγηση των αρχηγικών μελών και συνεισέφεραν στο σκοπό της εγκληματικής ομάδας, αναλαμβάνοντας, κυρίως την παραλαβή, αποθήκευση, διακίνηση και παράδοση των εισαγόμενων εμπορευμάτων (είδη ένδυσης, υπόδησης, δερμάτινες τσάντες, κ.α), που αποτελούσαν προϊόντα απομίμησης ή μη επώνυμα είδη και σε ορισμένες περιπτώσεις εισέπρατταν χρηματικά ποσά που αναλογούσαν στη διακίνηση των εμπορευμάτων.

Στην ίδια οργάνωση συμμετείχαν και οι τελικοί αποδέκτες των εν λόγω εμπορευμάτων.

Τα προαναφερόμενα μέλη της οργάνωσης, είτε διατηρούσαν επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου (καταστήματα ένδυσης, υπόδησης κ.α.) είτε δραστηριοποιούνταν στο υπαίθριο εμπόριο, σε διαφορές περιοχές της χώρας. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις διαχειρίζονταν παράνομα «ηλεκτρονικά καταστήματα», μέσω των οποίων διατίθονταν προς πώληση τα εμπορεύματα που διακινούσαν τα λοιπά μέλη της οργάνωσης, επιχειρώντας όσον αφορά τα προϊόντα απομίμησης να παραπλανήσουν το καταναλωτικό κοινό ως προς την αληθινή προέλευση και ποιότητα αυτών, ως δήθεν παραχθέντων και τεθέντων στην αγορά με την έγκριση των νόμιμων εταιριών.

Ειδικότερα, τα αρχηγικά μελή της οργάνωσης, διεύθυναν δυο -2- διακριτά εγκληματικά δίκτυα τα οποία αναλάμβαναν τη διακίνηση των εμπορευμάτων, με διαφορετικό ωστόσο πελατολόγιο για κάθε δίκτυο.

Η εν λόγω οργάνωση αναλάμβανε τη συγκέντρωση ποσοτήτων απομιμητικών προϊόντων σε μεταφορική εταιρεία στην Τουρκία, και με φορτηγά διεθνών μεταφορών πραγματοποιούσε την εισαγωγή τους στη χώρα μας και την περαιτέρω διάθεσή τους στα λοιπά μέλη της οργάνωσης.

Η εγκληματική οργάνωση διατηρούσε κεντρική αποθήκη στη Θεσσαλονίκη στην οποία αποθηκεύονταν προσωρινά τα εμπορεύματα, καθώς και αποθήκες σε Αθήνα, Κομοτηνή και Ξάνθη.

Ακολούθως, από την κεντρική αποθήκη της Θεσσαλονίκης τα προϊόντα διατίθονταν στα λοιπά μέλη (καταστήματα) χρησιμοποιώντας συγκεκριμένους κωδικούς. Τα βασικά μέλη της οργάνωσης ενημέρωναν σχετικά τους αποδεκτές αυτών, οργανώνοντας τις διαδικασίες για την παράδοση τους, εκδίδοντας παραστατικά για τη διακίνηση τους, τα οποία μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς συστήνονταν στους οδηγούς των μεταφορικών μέσων η καταστροφή τους.

Σημειώνεται ότι, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στην αξία των εμπορευμάτων από την Τουρκία, μεταφέρονταν παρακάμπτοντας τη μεσολάβηση τραπεζών ή ιδρυμάτων πληρωμών (προφανώς για να μην ανιχνεύονται οι συναλλαγές αυτές), για την εξόφληση των προμηθευτών, δίχως να δηλώνονται στο Τελωνείο.

Περαιτέρω, τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης σε συνεννόηση με τα βασικά μέλη αυτής, κατόπιν συμφωνιών για κάθε μεταφορά των παράνομων εμπορευμάτων, εισέπρατταν 4 έως 6 ευρώ περίπου ανά κιλό εμπορεύματος, ανάλογα με το είδος και την κατηγορία των προϊόντων απομίμησης.

Τα μέλη της οργάνωσης, για την αποφυγή των ελέγχων και αποκάλυψης της δράσης τους, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ τους μέσω διαδικτυακών εφαρμογών και συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας με συνδρομητές τρίτα πρόσωπα, συνομιλώντας με συγκαλυμμένες λέξεις (κώδικας επικοινωνίας). Επίσης, διέθεταν προπομπούς στα φορτηγά που μετέφεραν τα εμπορεύματα, μετά την είσοδο τους στη χώρα μας, προς τους χώρους προσωρινής αποθήκευσης.

Τα παράνομα έσοδα που προέκυψαν από την περιγραφείσα εγκληματική δραστηριότητα, τόσο στο πλαίσιο της ανωτέρω εγκληματικής οργάνωσης, όσο και στο φάσμα λειτουργίας των «εικονικών» επιχειρήσεων που δηλώνονταν ως εισαγωγείς μη επώνυμων προϊόντων, εκτιμάται ότι υπερβαίνουν το ποσό των 3.637.015 ευρώ.

Επίσης, τα μέλη της οργάνωσης με σκοπό τη νομιμοποίηση των εσόδων από την δραστηριότητά τους, επιδίωκαν μεταξύ άλλων :