Σαν σήμερα…

Ήταν 11 Νοεμβρίου 1990 όταν έφυγε από την ζωή σε ηλικία 81 ετών ο σπουδαίος με διεθνή απήχηση πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος.

Αφήνοντας πίσω παρακαταθήκη τον «Επιτάφιο», την «Ρωμιοσύνη» και την «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» 3 από πιο γνωστά έργα του.

Άφησε πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού που το 1975 είχε προταθεί για το «Νόμπελ» Λογοτεχνίας.

Γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 και ήταν ο νεώτερος από τα 4 παιδιά της οικογένειας.

Σε ηλικία 10 ετών αποφοιτά από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και 2 χρόνια αργότερα γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου, την χρονιά που χάνει τον αδερφό του και την μητέρα του από φυματίωση.

Σε ηλικία 15 ετών δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα» και τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε για την Αθήνα όπου εργάστηκε ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα.

Σε ηλικία 17 προσβάλλεται από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ενώ γράφτηκε χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει στην Νομική Σχολή της Αθήνας

Νοσηλεύτηκε στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για 3 χρόνια. Εκεί έρχεται σε επαφή με διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός».

Για 1 χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο «Άγιος Ιωάννης».

Σε ηλικία 22 ετών επέστρεψε στην Αθήνα κι ανέλαβε την διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά και 2 χρόνια αργότερα συνεργάστηκε με το περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για 4 χρόνια ως ηθοποιός.

Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» και εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο «Σοστίρ» και έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του.

Το 1935 κυκλοφορεί την 2η ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως Επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Το 1936 στην Θεσσαλονίκη ξεσπούν ταραχές κατά την διάρκεια καπνεργατικής απεργίας και ο Ρίτσος βλέπει στον «Ριζοσπάστη» την φωτογραφία μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει τον «Επιτάφιο»

Το 1937 νοσηλεύτηκε στο Σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης.

Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942.

Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα».

Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη» ποίημα που μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη Μακρόνησο  και στον Άγιο Ευστράτιο.

Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ.

Σε ηλικία 45 ετών παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη.

Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό.

Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε την Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ του οποίου μετέφρασε ποιήματα στα Ελληνικά.

Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.

Στο πραξικόπημα του ΄67 δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Μεταφέρθηκε στην Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου.

Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου.

Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς, εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών.

Το 1973 συμμετείχε στο «Πολυτεχνείο».

Το 1975 αναγορεύτηκε σε Επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο Γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί».

Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια και στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.