Όταν ο σκοπός αγιάζει τα μέσα…

Όσο κι αν η ατιμία στην Ελλάδα έχει διαβρώσει τα πάντα, σχεδόν κανείς δεν την υπερασπίζεται ανοικτά.

Σχεδόν κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είναι θετικό να είσαι άτιμος. Διαπολιτισμικά και διαχρονικά καμία κοινωνία δεν θεώρησε καλή την ατιμία, γεγονός που φανερώνει ότι αυτή η «αξία» θεμελιώνεται σε υποκείμενους εξελικτικούς κανόνες.

Πολύ απλά και σχηματικά: ο πίθηκος που ανακαλύπτει μια νέα πηγή τροφής και την αποκρύπτει από την κοινότητά του, δρα αντικοινωνικά και ανέντιμα και συνεπώς η πράξη του καταδικάζεται από την ομάδα. Αν είναι πονηρός και τυχερός ο πίθηκος, η ανέντιμη πράξη του δεν θα κοινοποιηθεί στους άλλους πιθήκους κι έτσι θα συνεχίσει να απολαμβάνει το ανήκειν στην κοινότητα αντλώντας παράλληλα τα οφέλη του εγωισμού του.

Συμπυκνώνοντας την τραγικότητα της σύγχρονης ελληνικής καθημερινότητας η οποία υπερβαίνει τα όρια του λογικώς αποδεκτού, διαπιστώνεται συνειρμικά ότι κάτι αντίστοιχο της κοινωνίας των πιθήκων συμβαίνει και με τον  homo sapiens.

Μπορεί οι άνθρωποι να κινούνται ιδιοτελώς, λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον αξιακό  κώδικα της κοινωνίας στην οποία ζουν, αλλά ποτέ δεν θα υποστηρίξουν πως η ιδιοτέλεια και η πονηριά (π.χ. το ποινικώς κολάσιμο αδίκημα της πλαστογραφίας…) συνιστά αρετή. Το πολύ πολύ να καυχηθούν για την ατομική τους ατιμία σε μια παρέα άλλων «πιθήκων» παρουσιάζοντάς την ως δείγμα εξυπνάδας και κατεργαριάς, αλλά το δημόσιο  credo συνεχίζει να επιβάλλει την αποκήρυξη και στηλίτευση της πονηριάς και της ατιμίας, μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας, οι οποίες καλύπτουν «κοινωνικές ανάγκες» («Το έκανα για τα παιδιά μου!»,  βροντοφώναξε  η καθαρίστρια).

Μια τέτοια ανοιχτή παραδοχή, σαν αυτές που εκπορεύονται από τα ΜΜΕ τελευταία προσβάλλοντας τη νοημοσύνη μας  («Μα είναι δυνατόν, 25 χρόνια για πλαστογραφία;;;», βροντοφώναξε η κοινή γνώμη…) θα υπέσκαπτε τα θεμέλια της δικαιοσύνης και του πολιτισμού.

Δυστυχώς τελευταία υπάρχει μια ηχηρή ανοχή, (φωνάζει ο κλέφτης…) δηλαδή συνενοχή, σε συμπεριφορές που πρέπον θα ήταν να καταδικάζονται  αντί να λανσάρονται αγιοποιημένες.

Όμως αντί να καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες οι παντός είδους ατιμίες και να τιμωρείται παραδειγματικά ο καθ΄  έξιν άτιμος, απεναντίας, όταν αποκαλυφθεί, χαμογελάει με κυνισμό, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι στον τραχύ αγώνα της ζωής (όπου ο έντιμος και ο ειλικρινής κατά κανόνα υποσκελίζεται από τον επιτήδειο…) κάθε μέσον είναι θεμιτό!

Κανείς βέβαια δεν είναι τόσο παράφρων , ώστε να παραδεχτεί δημοσία ότι είναι ανέντιμος, ξεδιάντροπος και δεν γνωρίζει από αιδώ και δίκη… Σε τούτη τη χώρα η ειλικρίνεια και η εντιμότητα θεωρείται μειονέκτημα και γι΄ αυτό οι οικείοι  «πίθηκοι» σπεύδουν να συνετίσουν τον ανέντιμο να «βάλει μυαλό…», να ισχυρίζεται ότι είναι έντιμος κι ας μην είναι!

Τέτοιου είδους ερμηνεύειν παραπέμπει σε παραδοσιακό ελληνικό παιχνίδι μεταξύ απόκρυψης και αποκάλυψης, φανερού και κρυφού, ηθικής και ανηθικότητας… Ετυμολογικά το ρήμα ΕΡΜΗΝΕΥΩ προέρχεται από τον Ερμή, ο οποίος κόμιζε στους θνητούς το λόγο των θεών  που, αφενός αίρει την άγνοια, αφετέρου κατέχει τον δόλο και ως  εκ τούτου ο Ερμής θεωρείται προστάτης και του απατηλού.

Και ενώ οι πρόγονοι έπλαθαν τους θεούς τους κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν του εαυτού τους, ερμαϊκώ τω τρόπω οι νεοέλληνες , πολιτικοί, πολίτες, υπηρέτες των νόμων και  υπηρέτες όλων, οι δημοσιογράφοι σε ρόλο κήνσορος και θεράποντος, διαμορφώνουν την ήδη παραμορφωμένη κοινή γνώμη, στρεψοδικούν στα όρια της διαστροφής νομιμοποιώντας ποινικά αδικήματα όπως η πλαστογραφία και η διασπάθιση δημοσίου χρήματος.

Προκύπτει επομένως μία ενδιαφέρουσα αμφισημία, διαχρονικό καταπίστευμα ραγιαδιμού που χρωματίζεται περιστασιακά ανάλογα με την κομματική μυωπία εκάστου συνέλληνα, ο οποίος επιμένει να ξεχνάει (όχι από αμνησία…) και να συγχωρεί, διότι δεν θέλει να είναι και οι άλλοι αυστηροί μαζί του σε ανάλογη περίπτωση!

«Dura lex sed lex», υποστήριζαν οι Ρωμαίοι με μεγάλη ευαισθησία και αφοσίωση στα θέματα του νόμου που, εφόσον υπάρχει, κακώς παραβιάζεται.

Δεν είμαι αδίστακτη τιμητής. Μήπως τελικά  τα μεταξωτά ήθη απαιτούν και επιδέξιους… χειρισμούς;

Διαπιστώνω, διερωτώμαι και ζητώ τα φώτα σας…

 

Μαρία Αγναντή

Φιλόλογος