«Φεύγοντας» την ημέρα των γενεθλίων

Ξημερώματα 29ης Απριλίου 1933 στο Ελληνικό Νοσοκομείο, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 70 ετών ο Κωνσταντίνος Καβάφης.

Ο ποιητής της Ελληνικής διασποράς με την παγκόσμια ακτινοβολία είχε γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863 (29 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) και ήταν το 9ο παιδί του μεγαλέμπορου βαμβακιού Πέτρου-Ιωάννου Καβάφη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη.

Τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε ένα πλούσιο περιβάλλον αλλά το 1870 αρχίζει η παρακμή της οικογένειάς του μετά τον θάνατο του πατέρα του.

Η οικογένεια μετακομίζει στην Αγγλία και μετά από 6 χρόνια η οικογένειά του αντιμετωπίζει εκ νέου οικονομικά προβλήματα και επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και 1 χρόνο μετά θα μετακομίσει εκ νέου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των εθνικιστικών ταραχών στην Αίγυπτο.

Εκεί εκδηλώνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειές του στην ποίηση, ενώ το πρώτο κείμενο που σώζεται στο αρχείο του γράφτηκε το 1882

Τον Οκτώβριο του 1885 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και αποφασίζει να αποκτήσει την Ελληνική υπηκοότητα.

Αρχίζει να εργάζεται πρώτα ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως μεσίτης στο Χρηματιστήριο Βάμβακος. Το 1889 προσλαμβάνεται αρχικά ως άμισθος γραμματέας στην Υπηρεσία Αρδεύσεων και από το 1892 ως έμμισθος υπάλληλος, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1922, φθάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη.

Το 1891 θεωρείται σημαντική χρονιά για τον Καβάφη. Εκδίδει το πρώτο αξιόλογο ποίημά του (Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα σπουδαιότερα πεζά κείμενά του (Ολίγα περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής, Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής και δύο κείμενα για τα Ελγίνεια).

Από το 1893 έως το τέλος του αιώνα γράφει μερικά από τα σημαντικότερα ποιήματά του, όπως τα: Κεριά (1893), Τείχη (1896), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1899). Το 1896 συνεργάζεται με την εφημερίδα Phere d’ Alexandrie.

To 1902 ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και συγκεκριμένα την Αθήνα και σε επιστολή του αναφέρει ότι στην Αθήνα αισθανόταν, όπως ένας πιστός που πηγαίνει προσκυνητής στη Μέκκα.

Τον επόμενο χρόνο επισκέπτεται και πάλι την Αθήνα, ενώ ο Ξενόπουλος γράφει στο περιοδικό «Παναθήναια» το ιστορικό άρθρο «Ένας Ποιητής», που αποτελεί την πρώτη εγκωμιαστική παρουσίαση του καβαφικού έργου στο ελλαδικό κοινό.

Το 1904 θα γράψει ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματά του, το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους».

Τον Δεκέμβριο του 1907 εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Η φήμη του διαρκώς εξαπλώνεται και στο διαμέρισμά του τον επισκέπτονται προσωπικότητες της λογοτεχνίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό,

Το 1911 θα γράψει το περίφημο ποίημά του Ιθάκη και το 1919 ο Άγγλος μυθιστοριογράφος  Έντουαρντ Μόργκαν θα συστήσει τον Καβάφη στο Αγγλικό κοινό .

Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται από την Υπηρεσία Αρδεύσεων για να αφοσιωθεί στο ποιητικό του έργο. «Επιτέλους απελευθερώθηκα από αυτό το μισητό πράγμα», έγραψε ο ίδιος.

Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου του απονέμει το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «το παράσημο μού το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, για αυτό και το κρατώ».

Το 1930 αρχίζει να υποφέρει από τον λάρυγγά του. Οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο. Ο Καβάφης δεν μπορεί να μιλήσει και το 1932 υποβάλλεται σε τραχειοτομία στην Αθήνα.

Το 1933 επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του διαρκώς να χειροτερεύει. Στις αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο όπου αφήνει την τελευταία του πνοή.