«Έλλην, Έλλην»

Το ημερολόγιο έδειχνε 29 Μαρτίου 1896 και στην σύγχρονη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων πραγματοποιείται και ο μαραθώνιος με 17 δρομείς (13 Έλληνες) στην αφετηρία στον Μαραθώνα.

Ο Γάλλος Λερμιζιό που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και οδηγούσε την κούρσα αλλά στο 32ο χιλιόμετρο κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα.

Λίγα χιλιόμετρα αργότερα καθώς δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε και ο Έλληνας Σπύρος Λούης βρίσκεται να οδηγεί την κούρσα και στο Στάδιο χιλιάδες θεατές μαθαίνοντας την εξέλιξη πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας « Έλλην, Έλλην».

Όταν ο Λούης μπήκε στο στάδιο τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα.

Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα την ώρα που έκοβε το νήμα με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.

Ο Βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει και ο Λούης ζήτησε ένα γαϊδουράκι να τον βοηθά να κουβαλά νερό.

Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου.

Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός Αστυνομικός.

Το 1926 κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.

Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936 όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο.

Ο Λούης πέθανε λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, ενώ η έκφραση «Έγινε Λούης» λέγεται για κάποιον που εξαφανίζεται τρέχοντας γρήγορα.